Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(μέχρι τοῦ μέσου

  • 1 περα

         πέρα
        I
        ἥ Aesch. = περαία См. περαια
        II
        и πέρᾳ adv. (compar. περαίτερον и περαιτέρω)
        1) дальше, больше, свыше
        

    μέχρι τοῦ μέσου, π. δ΄ οὔ Plat. — до середины, но не дальше;

        οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν τέν πόλιν Xen. (лакедемоняне) прекратили осаду города;
        οὐκέτ΄ ἂν π. ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος Plat. — больше ты от меня ничего не услышишь;
        φράσῃς μοι μέ π. Soph. — не говори мне больше ничего;
        Ζεὺς εἴ με λυπήσει π. Arph. — если Зевс и впредь будет меня мучить;
        ἄπιστα καὴ π. Arph.вещи невероятные и (даже) более того

        2) чрезвычайно, крайне
        

    π. παθεῖν Eur. — жестоко страдать;

        οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὴ π. μισοῦσιν Arst. — кто сильно любит, тот сильно и ненавидит

         III
        praep. cum gen. сверх, свыше, тж. за пределы или за пределами
        

    Ἀτλαντικῶν π. ὅρων Eur. — за атлантические пределы;

        π. μεσούσης τῆς ἡμέρας Xen. — после полудня;
        π. μεδίμνου Isocr. — свыше медимна;
        τῶν πεντήκοντα π. γεγονότες Plat. — люди старше пятидесяти лет;
        π. τοῦ δέοντος Plat. — больше, чем нужно;
        τοῦ εἰκότος π. Soph. — больше обычного;
        π. τοῦ μεγίστου φόβου Plat.с необычайным благоговением (досл. страхом)

    Древнегреческо-русский словарь > περα

  • 2 καθεσις

        - εως ἥ
        1) опускание, спуск
        2) отпускание, отращивание
        

    (τῆς κόμης Diog.L.)

    Древнегреческо-русский словарь > καθεσις

  • 3 καθιημι

        ион. κᾰτίημι (fut. καθήσω, aor. καθῆκα - эп. καθέηκα, pf. καθεῖκα, inf. aor. καθεῖναι, part. καθείς; med.: praes. καθίεμαι, fut. καθήσομαι, aor. καθείμην, pf. καθεῖμαι)
        1) посылать (вниз), сбрасывать, свергать
        

    (κεραυνὸν χαμᾶζε, ὑψόθεν ἐέρσας Hom.; ὅπλα εἰς ἅλα Eur.)

        2) опускать, бросать, забрасывать
        

    (ἄγκυραν Her.; δίκτυα Arst.; ὀθόνην ἐπὴ τῆς γῆς NT.)

        σκῶμμα ἐπί τινα κ. Luc.отпустить шутку на чей-л. счет;
        κ. τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὴ τέν γῆν Plat. — спустить ноги с кровати на землю;
        κ. τὰς κώπας Thuc. — бросить весла, перестать грести;
        κ. δόρατα (тж. εἰς προσβολήν) Xen. — опустить копья для атаки, т.е. взять на изготовку;
        κ. γνώμας Arph. — опускать (в урну, т.е. подавать) голоса

        3) погружать
        

    (κοντόν ἐς τέν λίμνην Her.; τινὰ εἰς ὕπνον Eur.)

        κ. ἑαυτόν — погружаться, опускаться, бросаться (εἰς ἅλα Eur.; εἰς τὸ βαθύ Arst.)

        4) лить, выливать
        

    σπονδὰς κ. Eur. — совершать возлияния;

        οἶνον λαυκανίης κ. Hom.проглотить вино

        5) med. пускаться, направляться, идти войной
        6) распускать
        7) отпускать, отращивать
        

    (πώγωνα Arph., med. Plut.)

        καθειμένος βοστρύχους Luc.с ниспадающими кудрями

        8) (sc. ἑαυτόν) спускаться
        9) опускаться
        

    (ἐς γόνυ Plut.)

        10) продолжать, протягивать, проводить, доводить
        

    οὐ καθεῖτο τὰ τείχη ὥσπερ νῦν Thuc. — стены не были доведены до того места, где они теперь;

        ὄρη πρὸς τέν θάλατταν καθειμένα Plat. — горы, простирающиеся до моря

        11) (вы)пускать на арену, посылать на состязание
        

    (ἅρματα ἑπτά Thuc.; ζεύγη Isocr.)

        12) представлять на конкурс, ставить на сцену
        13) выставлять, выдвигать
        

    (πρόφασιν Arph.)

        14) (sc. ἑαυτόν) принимать участие, вступать
        

    (εἰς ἀγῶνα Plut.; ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > καθιημι

См. также в других словарях:

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»